Προμελετημένο έγκλημα χαρακτηρίζει μέσω ανακοίνωσής της η Ένωση Νοσοκομειακών Ιατρών Ηρακλείου το κίνδυνο αναστολής του τμήματος πήξης και της μονάδας πρόληψης μεσογειακής αναιμίας του Βενιζελείου, τμήματα μοναδικά στην Κρήτη, λόγω της τραγικής υποστελέχωσής τους.
Στην ανακοίνωση της ένωσης αναφέρεται αναλυτικά:
Κινδυνεύει με αναστολή η λειτουργία του τμήματος πήξης και της μονάδας πρόληψης μεσογειακής αναιμίας του Βενιζελείου, τμήματα μοναδικά στην Κρήτη, λόγω της τραγικής υποστελέχωσής τους.
Η κ. Σφυριδάκη (συντονίστρια διευθύντρια του τμήματος) είχε προειδοποιήσει τις διοικήσεις του νοσοκομείου και της 7ης ΥΠΕ ότι, στο πολύ άμεσο μέλλον (σε ορίζοντα τριετίας), το τμήμα δεν θα μπορεί να λειτουργήσει λόγω έλλειψης προσωπικού, αφού τόσο η ίδια όσο και άλλοι τρείς γιατροί του «κέντρου αίματος» θα συνταξιοδοτηθούν, γι’ αυτό είχε ζητήσει την άμεση προκήρυξη μόνιμων θέσεων αιματολόγου για την πλήρωση των κενών που θα προκύψουν. Η απάντηση της διοίκησης του Βενιζελείου ήταν, όχι μόνο να αγνοήσει το αίτημά της, αλλά και να μετατρέψει μια θέση αιματολόγου σε αναισθησιολόγου παρά τη διαφωνία του επιστημονικού συμβουλίου. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε και το αποκορύφωμα μιας σειράς ενεργειών πλήρους υποτίμησης και υποβάθμισης ενός τμήματος του νοσοκομείου, που αποτελεί κέντρο αναφοράς για την Κρήτη, και οδήγησε την διευθύντρια του κέντρου στην απόφασή της για πρόωρη συνταξιοδότηση, μη ανεχόμενη πλέον την απαξίωση του τμήματός της (και έργο ζωής της) από την διοίκηση του νοσοκομείου.
Οι επιπτώσεις από το κλείσιμο του τμήματος αυτού θα είναι δυσμενέστατες, αφού πλήθος ασθενών με προδιάθεση σε αιμορραγικά ή θρομβωτικά επεισόδια, ασθενείς με θαλασσαιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία κ.α. δεν θα μπορούν να υποβάλλονται δωρεάν σε πλήρη ειδικό διαγνωστικό έλεγχο και να αξιολογούνται από εξειδικευμένο προσωπικό σε δημόσιο νοσοκομείο του νησιού και θα αναγκαστούν να πληρώσουν αδρά από την τσέπη τους καταφεύγοντας στον ιδιωτικό τομέα υγείας.
Να σημειωθεί ότι η ίδια πρακτική επιχειρείται αυτές τις μέρες και για το υποστελεχωμένο «κοινοτικό κέντρο ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων» του Βενιζελείου. Αντί το τμήμα να ενισχυθεί, σε μια περίοδο που η παγκόσμια ιατρική κοινότητα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της πανδημίας στον παιδικό ψυχισμό, η διοίκηση του Βενιζελείου επιχειρεί να το αποδυναμώσει, μετατρέποντας μια θέση παιδοψυχιάτρου σε θέση λοιμωξιολόγου (και πάλι σε αντίθεση με την γνωμοδότηση του επιστημονικού συμβουλίου).
Θεωρούμε πως οι παραπάνω κινήσεις είναι προσχεδιασμένες και αποτελούν οδηγό για το ¨νέο ΕΣΥ¨ που έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση. Όταν ένα νοσοκομείο είναι απαξιωμένο χωρίς σύγχρονες υπηρεσίες είναι πολύ πιο εύκολο να μετατραπεί σε κέντρο υγείας και να μεταφερθούν οι δραστηριότητές του στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι επιλέγουν να εξαφανίσουν δυο τμήματα του Βενιζελείου που είναι μοναδικά στην υγειονομική μας περιφέρεια και αποτελούν φιλέτα για τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Οι υπεύθυνοι για αυτές τις ενέργειες δεν είναι άλλοι από τα σημερινά Διοικητικά όργανα του Βενιζελείου (διοικητής, υποδιοικήτρια, διευθυντής ιατρικής υπηρεσίας) που δεν διστάζουν να γράψουν με τα μελανότερα χρώματα το όνομα τους στην υγειονομική ιστορία του νομού μας, υλοποιώντας την κυβερνητική πολιτική της κρατικής υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποίησης των δημόσιων δομών υγείας.
Εμείς οι νοσοκομειακοί γιατροί εκφράζουμε την κατηγορηματική αντίθεσή μας στην πολιτική αυτή και στο δυσοίωνο «μέλλον» που ετοιμάζεται για το ΕΣΥ και καλούμε την τοπική κοινωνία να αντιδράσει στην συνεχή λεηλάτηση και υποβάθμιση του Βενιζελείου και να συμμετέχει ενεργά στο συλλογικό αγώνα για την ουσιαστική ενίσχυση των δημόσιων μονάδων υγείας του νομού μας, ιδίως σε μια εποχή που τις έχει πιο πολύ ανάγκη από ποτέ.